φροντιστηρίου

φροντιστηρίου
φροντιστήριον
place for meditation
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευδόκιμος — I (9ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Καππαδοκία και ήταν αξιωματούχος επί Θεοφίλου. Πολιτεύτηκε, κατά τους χρονικογράφους, με οσιότητα. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Ιουλίου. II (16ος αι.). Υμνογράφος. Πολλοί τον… …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • μελάς — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… …   Dictionary of Greek

  • σεμινάριο — Ονομασία εκκλησιαστικών σχολών του 16ου αι. στη Δυτική Ευρώπη. Τα σ. προπαρασκεύαζαν τους μελλοντικούς κληρικούς. Σχολεία του είδους υπήρχαν και πριν, αλλά τα σ. ήταν περισσότερο συγκροτημένα και είχαν δασκάλους τους μορφωμένους θεολόγους. Τέτοια …   Dictionary of Greek

  • φροντιστής — ο, ΝΜΑ, θηλ. φροντίστρια ΜΑ [φροντίζω] αυτός που φροντίζει, που επιμελείται κάποιον ή κάτι («φροντιστὴς τοῦ ἱεροῦ», επιγρ.) νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) προστάτης 2. διευθυντής ή καθηγητής φροντιστηρίου 3. υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για την… …   Dictionary of Greek

  • Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνιάδης, Ευάγγελος — (Εκκλησοχώρι Ηπείρου 1882 – Άγιος Στέφανος Αττικής 1962).Συγγραφέας, καθηγητής της θεολογικής σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Απόφοιτος της Αββακουμείου Ιερατικής Σχολής Ιωαννίνων και της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, διορίστηκε επόπτης των… …   Dictionary of Greek

  • Βλαντής — Επώνυμο τριών λογίων του 19ου αι. 1. Ανδρέας (Λευκάδα 1813 – 1885). Νομομαθής και φιλόλογος, γιος του Σπυρίδωνα (βλ. 2.). Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στη Λευκάδα και το 1835 αποφοίτησε από τη νομική σχολή της Ιονίου Ακαδημίας. Παράλληλα, ο Β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”